- φοιβόληπτος
- -η, -ο / φοιβόληπτος, -ον, ΝΑ, και ιων. τ. φοιβόλαμπτος, -ον, Ανεοελλ.αυτός που διακατέχεται από ποιητική έμπνευσηαρχ.αυτός που εμπνέεται από τον θεό Φοίβο, ο προφητικός («τὴν φοιβόληπτον χελιδόνα», Λυκόφρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < Φοῖβος + -ληπτος (< ληπτός < λαμβάνω), πρβλ. νυμφό-ληπτος].
Dictionary of Greek. 2013.